- περιστρέφομαι
- περιστρέφομαι, περιστράφηκα, περιστραμμένος βλ. πίν. 210
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… … Dictionary of Greek
επανακυκλώ — ἐπανακυκλῶ, έω και σπαν. όω (Α) [κυκλώ] 1. (για διαλείποντα πυρετό) επανέρχομαι 2. επαναλαμβάνω 3. μέσ. περιστρέφομαι ακολουθώντας αντίθετη φορά 4. μέσ. περιστρέφομαι γύρω γύρω, κυκλικά … Dictionary of Greek
στρωφώ — άω, Α (ποιητ. και ιων. τ. ως θαμ. τ. τού ρ. στρέφω) 1. στρέφω συχνά ή στρέφω πολλές φορές, περιστρέφω συνεχώς («στρωφῶ ἠλακάτην» στρέφω διαρκώς το αδράχτι, κλώθω, Ομ. Οδ.) 2. μέσ. στρωφῶμαι, άομαι α) περιστρέφομαι με τέτοιο τρόπο ώστε να έχω το… … Dictionary of Greek
αλωνεύομαι — ἁλωνεύομαι (AM) (Ν και αλωνεύω) εργάζομαι στο αλώνι νεοελλ. αλωνίζω, περιστρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. ἁλω ν επυξημένη μορφή τής ρίζας που απαντά και στο ουσ. ἅλως, ο*] … Dictionary of Greek
αμφιδινέομαι — ἀμφιδινέομαι (Α) (μόνο στον πρκμ.) τοποθετούμαι κυκλικά γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δινέομαι «περιστρέφομαι»] … Dictionary of Greek
αναδινώ — ἀναδινῶ ( έω και εύω) (Α) περιδινούμαι, περιστρέφομαι, γυρίζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δινῶ, δινεύω] … Dictionary of Greek
απογυρίζω — (Μ ἀπογυρίζω) νεοελλ. 1. κάνω γύρο, βόλτα 2. μιλώ με κυκλογυρίσματα, με περιστροφές μσν. 1. ξαναγυρίζω, επιστρέφω 2. περιστρέφομαι, περιφέρομαι … Dictionary of Greek
βεμβικιώ — βεμβικιῶ ( άω) (Α) [βέμβιξ] περιστρέφομαι σαν σβούρα … Dictionary of Greek
βόμβος — Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βομβιδών και της υποτάξης των κλειστογάστρων. Ονομάζονται επίσης ψιθυριστές και μπάμπουρες. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία και σε όλη την Αμερική, σε ετήσιες κοινωνίες, αποτελούμενες από μία βασίλισσα,… … Dictionary of Greek